Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ ΦΗΜΙΣΜΕΝΟΥ ΠΙΝΑΚΑ
Το πρωτότυπο του πίνακα HIS MASTER’S VOICE ζωγραφίστηκε από τον καλλιτέχνη Φράνσις Μπαρώ το 1899, ο οποίος τον εμπνεύστηκε ως εξής. Ο αδελφός του καλλιτέχνη είχε ένα φόξ-τεριέ που τον έλεγε Νίπερ. Ο Νίπερ ήταν πολύ πιστός σκύλος. Μετά τον θάνατο του αδελφού του ο καλλιτέχνης πήρε μαζί του τον Νίπερ.
Την εποχή εκείνη ο φωνόγραφος λειτουργούσε με κέρινους κυλίνδρους. Ο Μπαρώ παρατήρησε πως ο Νίπερ τέντωνε τ’ αυτιά του με προσοχή κάθε φορά που από τον φωνόγραφο έπαιζε κύλινδρος με ομιλία. Είναι άγνωστο αν κάποια από τις φωνές έμοιαζε με την φωνή του κυρίου του Νίπερ. Το γεγονός είναι ότι η στάση του, έδωσε στον Μπαρώ την ιδέα να τον ζωγραφίσει με τεντωμένο το αυτί ν’ ακούει τον φωνόγραφο και να ονομάσει τον πίνακα HIS MASTER’S VOICE “Η φωνή του κυρίου του»
Αργότερα σκέφτηκε ότι ο πίνακας ίσως να ενδιέφερε τους κατασκευαστές φωνόγραφων και τον έδειξε σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής κέρινων κυλίνδρων.
Όσο κι αν φανεί παράξενο η εταιρεία δεν ενδιαφέρθηκε για τον πίνακα, οπότε ο Μπαρώ τον πρόσφερε στην εταιρεία γραμμοφώνων, η οποία και τον καθιέρωσε σαν σήμα της. Έκτοτε με το γνωστό σήμα κυκλοφόρησαν εκατοντάδες εκατομμύρια αντίγραφα και έγινε γνωστό σε όλον τον κόσμο.
Η κύρια εντύπωση που δίνει η εικόνα είναι η πίστη του σκύλου, αυτήν την ιδιότητα της πιστότητας χρησιμοποιεί η HIS MASTER’S VOICE για τα προϊόντα της.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗ στην ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΑΣΙΔΟΥ
Το λαϊκό τραγούδι είναι το «αχ» του κόσμου. Λέμε ένα «αχ» και μας φεύγει ἡ στενοχώρια.
Μα τα ‘βαλε κανείς κάτω να τα μετρήσει όλα πόσα είναι; Ποιός θα ‘βρισκε άκρη;
Καθήσαμε το λοιπόν εμείς οι πρωτομάστοροι και κάναμε το λαϊκό τραγούδι.
- Και ποιοί είστε σεις «οι πρωτομάστοροι του λαϊκού τραγουδιού»;
Βάλε: Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Χιώτη κι ̓ εμένα. Αυτοί είμαστε όλοι κι ̓ όλοι. Για να δω μας έγραψες; Εν τάξει. Σ ̓ εμένα όμως, γράψε κι αυτό: Πρόδρομος Τσαουσάκης, ὁ ̓Αττίκ τοῦ λαϊκού τραγουδιού. Αυτό τα λέει όλα. Χωρίς αντίρρηση, χωρίς δεύτερη κουβέντα!
-Φυσικά, οι μάγκες, δεν σηκώνουν, δεύτερη κουβέντα...
Είμαι μάγκας! Μεγάλη λέξη και είμαι περήφανος πού με είπες έτσι. Έχεις αντίληψη, μπράβο. Μα ξέρεις τί θα πει μάγκας στην κυριολεξία;
-Θα πει...
- Μη μιλάς! Μάγκας θα πει αξιοπρέπεια. Θα πει ομορφιά. Θα πει άντρας κι ̓ όχι αντράκι. Και να εξηγούμεθα: Όχι ψευτόμαγκας και αηδίες...
-Η συνέντευξη αυτή με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη άρχισε στην κουζίνα της «Βεδουϊνας» όπου και εμφανίζεται. Συνεχίστηκε στο σαλόνι της «Βεδουΐνας» και τελείωσε στο πάλκο της «Βεδουΐνας» όπου τραγούδησε για «το χατήρι μου» το πιο αγαπημένο του τραγούδι: «Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ»... Ἡ πρώτη εντύπωση συμφωνεί με την εικόνα πού έχουμε γι αυτόν: Μοιάζει να είναι γεννημένος για λαϊκός τραγουδιστής, είναι ὁ πιο λαϊκός από όλους τούς λαϊκούς τραγουδιστές πού έχουμε φαντασθεί ποτέ. Μοιάζει και με παλαιστή. Αφού ήταν παλαιστής στα νιάτα του.
Αυτή είναι ἡ μία του άποψη. Ἡ άλλη είναι το ταμπεραμέντο του. Ένα τραγουδιστικό ταμπεραμέντα που θυμίζει λίγο... Καρούζο, λίγο Εντίθ Πιάφ καΙ λίγο Μαρία Κάλλας! Δεν διακινδυνεύω να του γνωστοποιήσω την παρομοίωση. Προτιμώ τα καθιερωμένα. Ερωτήσεις, απαντήσεις.
Μα τί να πεις σ' έναν άντρα πού σε διαβεβαιώνει ότι «από τα γεννοφάσκια του» τον έτρωγε το μεράκι της διπλοπενιάς, πού νοιώθει 100% μάγκας και χαίρεται γι' αυτό, τί να
πεις σ' έναν πού τα ξεπέρασε όλα αφού έχει την επίγνωση ότι αγκάλιασε την τελειότητα στο είδος του;
-Έτσι... Έχετε λοιπόν τη γνώμη ότι είστε τέλειος στο είδος σας;
Δεν υπάρχει άλλος από μένα! Αυτό μονάχα σας λέω. Ακούτε αυτά πού «ντουμπλάρουν» τώρα και νομίζουν ότι είναι δικά τους; Μπερδεμένες δουλειές όλοι και όλα. Πολύ μπερδεμένες...
- Και συνεχίζει.
· Το κέντρο όπου τραγουδώ τώρα, ἡ «Βεδουΐνα» μου, είναι το καμάρι μου. Το προτίμησα κι ̓ ας είναι στην οδό Καβάλας ἤ ακριβώς γιατί είναι στον δρόμο αυτό. Οι άλλοι έχουν την εντύπωση ότι εδώ είναι ἡ εξορία του ̓Αδάμ», ότι δεν είναι δρόμος αυτός. Μα εγώ τούς απαντώ: Είναι ἡ ̓Εθνική οδός! Ούτε αυτό τούς λέει τίποτες;
-Ποιός το λέει αυτό; Δεν άκουσα κανένα να το πει, πιστέψτε με.
«Μωρέ έτσι είναι πού σου λέω!
Μα εγώ τούς απαντώ: Όλη ἡ υψηλή κοινωνία περνάει από το μαγαζί! Ήρθαν εδώ εφοπλιστές και πρόξενοι, Ισπανοί και Γιαπωνέζοι. Κυρίες με γούνες και μπριλάντια. Ήρθαν να ακούσουν εμένα. Και τούς άρεσε ὁ δρόμος και το μαγαζί. Το ξέρατε αυτό;
· Το ξέρω, ποιός δεν το ξέρει; Κι ̓ άλλωστε δεν μπορώ να σας φανταστώ να τραγουδάτε σε κοσμικό κέντρο...
Πνίγομαι σου λέω. Ήμουνα κάποτε στο «Πλακιώτικο Σαλόνι» και έφυγα άρον άρον. Δεν τα άντεχα τόση ώρα τα «παπιγιόνια» και τα υπόλοιπα. Πήγα προχθές και στο Χίλτον σ ̓ ένα χορό. Μα ήμουνα ωραίος. Πήγα με το κασκετάκι μου το καφετί, πήγα ντυμένος όπως τώρα. Ήμουνα ωραίος στο Χίλτον!
-Λένε όμως ότι τώρα τελευταία αρχίσατε να ξεφεύγετε από το κλίμα σας. ̔́Ότι αρχίζετε να γράφετε τα τραγούδια σας επηρεασμένος από τον συρμό...
Ούτε με αρέσει ἡ απομίμηση για να το κάνω αυτό, ούτε και μ' αρέσει να με μιμούνται. Μα ούτε και κανείς μπόρεσε μέχρι τώρα να με μιμηθεί. Ακούτε, τώρα. Μα είναι τραγούδι αυτό, καθώς κάποιος τραγουδούσε στο πάλκο «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου».
-Θυμίστε μου μερικά τραγούδια σας.
Που να βρεις άκρη, είναι αμέτρητα. Γράφε: τον «Μποχώρη», την «Παραμυθατζού», το «Πλήγωσέ με όσο θες», το «Χωρίσαμε ένα δειλινό», το «Κάτσε ν ̓ ακούσης μια πενιά», το «Μπορεί να είσαι φρόνιμος καλός και διαλεγμένος, για μένα είσαι βάσανο γιατί είσαι παντρεμένος» κ.λ.π. κ.λ.π. Ήταν τραγούδια αυτά τότε...
· Ίσως θέλετε να πείτε πώς δεν σας αρέσει ἡ εξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι...
Μ' αρέσει ἡ εξέλιξη στο λαϊκό, τα άλλα δεν μ ̓ αρέσουν. Οι τραγουδιστές δεν είναι γι αυτό το είδος.
-Μα υπάρχει, αν όχι τίποτε άλλο, ένας Μπιθικώτσης, ένας Κόκκοτας...
Τί είπες; Κόκκοτας; Μα είναι καλλιτέχνης αυτός; Όσο για τον Μπιθικώτση, παραδέχομαι ότι τραγουδάει Λαϊκά.
-Τίποτε άλλο;
· Ακούστε. Εγώ έβγαλα μια Άννα Χρυσάφη, μια Νίνου, μια ̓Αναμπέλλα, μια Λένα Ντάϊνα. Ήταν τραγουδίστριες αυτές.
-Με καλύτερη την Νίνου;
Οχι. Καλύτερη τραγουδίστρια μια μονάχα: Η συχωρεμένη ή Χασκήλ. Καμιά άλλη μέχρι σήμερα.
· Και οι νέοι συνθέτες τί σας λένε;
Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα: Κατσαρός, Χατζηδάκις, Θεοδωράκης, Πλέσσας, Ξαρχάκος. Μά ὅλοι τους περάσανε ἀπό τό σκαλοπάτι το δικό μου!
-Και το νέο κύμα;
Α πα πα..
-Μα ὁ Χατζής;
Καλός ὁ Χατζής. Τραγουδάει κάτι καντάδες σιμιγδαλιώτισσες στα σκοτεινά...
-Έπαιξε μεγάλο ρόλο ὁ έρωτας στη ζωή σας;
. Χμ..
.
-Οι θαυμάστριές σας... Αμέτρητες.
Αμέτρητες σου λέω.
-Σας ερωτεύθηκε καμιά;
Πολλές, πολλές. Έχεις αντίληψη, βγάλε συμπέρασμα!
-Τί δεν έχετε ξεχάσει στη ζωή σας μέχρι τώρα;
Μια γυναίκα...
-Πως ήταν; Που είναι τώρα;
-Και ποιά ἡ φιλοσοφία σας;
Νάχω την υγειά μου και να βοηθώ τούς άλλους. Έχτισα δύο σχολεία. Μακάρι να μπορούσα να χτίσω άλλα τόσα.
-Έχετε πολλά λεφτά;
Έχω καλή καρδιά, όχι λεφτά. Τούς βλέπεις αυτούς τούς τρείς απέναντι;
-Τούς βλέπω.
Στα «Δειλινά δεν θα τούς βάζανε μέσα. Εγώ τούς βάζω, γιατί μπορώ και ψυχολογώ. Είναι καλοί άνθρωποι. Για μένα δεν έχει σημασία ἡ γραβάτα πού φορείς, αλλά ποιός είσαι. Οι γραβάτες κρύβουν και πορτοφολάδες και «μαφιόζους» και ότι μπορείς να φαντασθείς. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ δεσποινίς. Πάμε τώρα μέσα ν ̓ ακούσης το
τραγούδι μου. Έτσι για να «ψυχαγωγηθείς» και συ απόψε...
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ» αρ. φύλου 11, Μάρτης του 1970
Άρθρο του Μ. Θεοδωράκη σχετικά με το έργο του «Ωδή για τον Οιδίποδα Τύραννο»
Ανάμεσα στα 1946 και 1948 συνέθεσα μια σειρά από συμφωνικά έργα-μεταξύ τους και η «Ωδή»-επηρεασμένος κυρίως από το ηθικό δίδαγμα οι συμφωνίες του Σοστακόβιτς που ανακάλυπτα εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση με τη σύνθεσή μου το «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1945) όπου με απασχολούσε ιδιαίτερα η λαϊκή μουσική της Κρήτης, στα έργα της περιόδου αυτής επεδίωκα-με πολύν μουσικό μεγαλοϊδεατισμό βεβαίως-ένα υποκειμενικό-προσωπικό τρόπο έκφρασης που αντανακλά όμως το περιεχόμενο μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου ιδιαίτερα οδυνηρής για τη χώρα μας (1940-1950). Όμως η φιλοδοξία και πρόθεση υπήρξαν δυσαναλόγως βαρύτερες από τα τεχνικά μέσα που διέθετα την εποχή εκείνη των ωδειακών ακόμα σπουδών κι έτσι το σύνολο σχεδόν της εργασίας μου αυτής δεν ξεπέρασε το στάδιο των πειραματισμών.
Πολύ αργότερα, στα 1955, ξαναγύρισα στην παρτιτούρα της «Ωδής», δίνοντάς της συγχρόνως μια νέα μορφή. Ίσως, στο βάθος, αυτή η επιστροφή να μην ήταν από μέρος μου παρά μια πράξη συναισθηματική-να οφείλονταν δηλαδή στο γεγονός ότι το έργο αυτό μένει σαν μαρτυρία μιας εποχής οδυνηρά κοσμογονικής για τη γενιά του γράφοντος.
Τώρα πρέπει να πω ότι η «Ωδή» δεν είναι έργο με «ιστορία», με πρόγραμμα ή με σχέδιο. Οιδίποδες είμαστε όλοι μας-εμείς οι Έλληνες-αυτό-τυφλωμένοι, ρημαγμένοι άθελά μας, περνώντας απ’ το ένα κακό στο άλλο-τη μια συφορά στην άλλη.
Τι άλλο μπορούσε να σκεφτεί και να νοιώσει ένα νέος στα 1947, δύο μόλις χρόνια μετά την Απελευθέρωση, που αντίς για την Ειρήνη μας έφερε νέο πόλεμο, χειρότερο, αδελφοκτόνο.
Το έργο, αυτό καθ’ εαυτό-σα μουσική σύνθεση-είναι μια εναλλαγή ανάμεσα σε ήρεμες επικλήσεις-δεήσεις και διαμαρτυρίες. Αυτό το σχήμα αντανακλά δειλά την εσωτερική δομή της αθηναϊκής τραγωδίας, όμως με μελωδική γλώσσα κατ’ ευθείαν επηρεασμένη από τα βυζαντινά τροπάρια και τις εκκλησιαστικές μας μελωδίες τέλος, με τεχνικά μέσα σύγχρονα-όσο σύγχρονη θα μπορούσε να είναι η τεχνική του νέου Έλληνα συνθέτη στα 1947.
Η «Ωδή», σαν περιεχόμενο και πρόθεση, ολοκληρώνεται λίγο αργότερα στην Πρώτη Συμφωνία (1949-1952) που έχει τις ίδιες αφετηρίες-ίδιες ρίζες-ίδιες φιλοδοξίες. Όμως η διαδικασία: αθηναϊκή τραγωδία-βυζαντινή, δημοτική μελωδία-νεοελληνικό περιεχόμενο-σύγχρονη τεχνική, θα ολοκληρωθεί στη μουσική μου για τις « Φοίνισσες», όπου το ίδιο πρόβλημα της διάρκειας και της ομοιογένειας της ελληνικής παράδοσης μπαίνει ξανά σε δοκιμασία.
Μ.Θ.
Παρμένο από το πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών της περιόδου 1960.